κυβιστιώ

κυβιστιώ
κυβιστιῶ, -άω (Α)
επιθυμώ να κυβιστήσω, να κάνω ακροβατικό ελιγμό με το κεφάλι προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυβιστώ «κάνω ακροβατικό ελιγμό με το κεφάλι» + -ιῶ, κατάλ. εφετικών ρημάτων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”